χρησικαρπούμαι

χρησικαρπούμαι
έχω τη χρησικαρπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρησικαρπούμαι — Ν (νομ.) έχω χρησικαρπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήση / χρῆσις + καρπούμαι/καρπώνομαι. Η λ., στον λόγιο τ. χρησικαρπεομαι, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Λιακόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”